- διαβάζομαι
- διαβάζομαι, διαβάστηκα, διαβασμένος βλ. πίν. 36——————Σημειώσεις:διαβάζομαι : η μτχ. διαβασμένος σημαίνει και → έχω διαβαστεί (το βιβλίο αυτό είναι διαβασμένο) και → έχω διαβάσει ο ίδιος ή γενικά έχω προετοιμαστεί με μελέτη (πήγα διαβασμένος στο μάθημα).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.