διαβάζομαι

διαβάζομαι
διαβάζομαι, διαβάστηκα, διαβασμένος βλ. πίν. 36
——————
Σημειώσεις:
διαβάζομαι : η μτχ. διαβασμένος σημαίνει και έχω διαβαστεί (το βιβλίο αυτό είναι διαβασμένο) και έχω διαβάσει ο ίδιος ή γενικά έχω προετοιμαστεί με μελέτη (πήγα διαβασμένος στο μάθημα).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διέλκω — (Α) [έλκω] 1. ανοίγω διάπλατα 2. σέρνω, τραβώ μέσα από κάτι ή κάπου 3. τραβώ πλοία στην ξηρά 4. τραβώ, κινώ πάνω κάτω 5. συνεχίζω να πίνω, το τσούζω 6. παθ. (για χρόνο) παρατείνω 7. παθ. (για ανάγνωση χειρογράφων) διαβάζομαι ξεχωριστά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”